- συμφωνούμενος
- συμφωνέωsound togetherpres part mp masc nom sg (attic epic doric)συμφωνέωsound togetherpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανομολόγητος — η, ο (AM ἀνομολόγητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός 2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός 3. απερίγραπτος, τερατώδης αρχ. 1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek